Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

ΑΜΠΕΛΑΚΙΑ.. ΤΟ ΣΤΟΛΙΔΙ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ !!!!!


ΑΜΠΕΛΑΚΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ.



Μακριά από τα αστικά κέντρα και τους συγκοινωνιακούς άξονες,
σε εποπτική θέση, πέντε χιλιόμετρα από τα Ιερά στενά των Τεμπών, ανηφορίζοντας κανείς μπορεί να δει να ξεπροβάλλουν τα Αμπελάκια, 
η Ιστορική Κοινότητα των Αμπελακίων όπως έχει επικρατήσει.
Κοινότητα η οποία ανήκει στην Επαρχία Λάρισας του Νομού Λάρισας, της Περιφέρειας Θεσσαλίας.



Η πρώτη οπτική επαφή με τα Αμπελάκια δίνει στον ταξιδιώτη την εντύπωση ότι αυτό το «χωριό» διαφέρει από τα άλλα ...και όντως αυτό συμβαίνει.





Αρχοντικά κρεμασμένα στις πλαγιές του βουνού μαρτυρούν με την αρχιτεκτονική τους-αρχικά-ότι τα χρόνια που πέρασαν άφησαν την δική τους ανεξίτηλη ιστορική πινελιά.
Μια μαγεία διάχυτη μέσα στα στενά του χωριού αφήνουν τον ταξιδιώτη άφωνο να θαυμάζει τον πολιτισμό που μαρτυρούν τα σπίτια,
οι λιθόστρωτοι δρόμοι, οι γέροντες.


Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή, τα Αμπελάκια πρωτοεμφανίζονται περί τα 1.400 μ.Χ., γεγονός που συμπίπτει με την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και με το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Επομένως είναι ένας από τους Θεσσαλικούς οικισμούς της ύστερης Βυζαντινής εποχής.

Σύμφωνα με μια παράδοση, στα ορεινά Αμπελάκια μετοίκησαν οι κάτοικοι της πεδινής πολίχνης Λυκόστομο ή Λυκοστόμιο, για να γλιτώσουν από τις επιδρομές των σταυροφόρων, αλλά και των Τούρκων. 
Τα νεοσύστατα Αμπελάκια υπήχθησαν διοικητικά, μαζί με την Αγιά, στον πασά της Λάρισας και εκκλησιαστικά στην επισκοπή Λυκοστομίου ή Θεσσαλικών Τεμπών. 
Επιπλέον, εξαιτίας της οικονομικής άνθησης που γνώρισαν και κατ' επέκταση των υψηλών φόρων που κατέβαλλαν στους Τούρκους, τους είχαν δοθεί αρκετά προνόμια, σύμφωνα με τα οποία τη διοίκησή τους ασκούσαν Αμπελακιώτες δημογέροντες και δεν επιτρεπόταν στους Τούρκους να τα κατοικήσουν.


Από τις αρχές του 18ου αιώνα η βαφή των νημάτων υπήρξε η κύρια ασχολία των Αμπελακιωτών. 
Λέγεται πως διδάχθηκαν την τέχνη αυτή στα βαφεία της Λάρισας, του Τυρνάβου και της Ραψάνης, σημαντικά εμπορικά κέντρα της εποχής.

Ως βασική ύλη για το βάψιμο και το κόκκινο χρώμα χρησιμοποιούσαν το ριζάρι ή ερυθρόδανο ή σχοινοβαφή. 
Πηγές αναφέρουν ότι το νήμα των Αμπελακιωτών δεν ήταν τόσο ανθεκτικό, στρογγυλό και ισόπαχο, ήταν όμως μαλακότερο από το βιομηχανικό, μεταξωτό στην αφή, γλυκύτερο στο χρώμα, άσπριζε καλύτερα και βαφόταν ευκολότερα.



Το ριζάρι καλλιεργείτο από τον 18ο αιώνα στη Μικρά Ασία και η Σμύρνη αποτελούσε το σπουδαιότερο εξαγωγικό λιμάνι. Από εκεί το αγόραζαν οι Αμπελακιώτες έως ότου ξεκίνησε η καλλιέργειά του τοπικά από σύνδεσμο συντοπιτών τους, οι οποίοι το διέθεταν κατόπιν στους βιοτέχνες. Αυτοί το έσπαζαν σε αλογοκίνητους μύλους και μετά το χρησιμοποιούσαν. Αναφέρεται δε από Ευρωπαίους ότι το ελληνικό ριζάρι ήταν πολύ ανώτερο από το ευρωπαϊκό. 
Αλλά και οι Έλληνες την εποχή εκείνη ήσαν φημισμένοι σαν επιδέξιοι βαφείς.

Γάλλοι συγγραφείς της εποχής αναγνώριζαν ότι ή Γαλλία δανείσθηκε από την Ελλάδα την τέχνη της κοκκινοβαφής του βαμβακιού. 
Πραγματικά, οι Έλληνες βαφείς εγκαταστάθηκαν στα μέσα του 18ου αιώνα στο Μονπελιέ κι εργάζονταν με τη μέθοδο του τόπου τους, την οποία αντέγραψαν οι Γάλλοι και τη διέδωσαν στα δικά τους εργαστήρια!


Από τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, ακόμα και από τη Μικρά Ασία σε καιρό μεγάλης ζήτησης, έφτανε το βαμβάκι στα Αμπελάκια. 
Εκεί, οι κάτοικοι, άντρες και γυναίκες, οργανωμένοι σε μικρές ανεξάρτητες συντροφιές, δούλευαν νύχτα-μέρα. Πρώτα γινόταν η επεξεργασία στα νήματα και μετά άρχιζε η προετοιμασία της βαφής. Ξέραιναν το ριζάρι στον ήλιο και αφού το έτριβαν σε λεπτή σκόνη, το διέλυαν σε μικρή ποσότητα νερού, όπου είχαν προσθέσει λίγο αίμα προβάτου ή βοδιού. 
Το αποτέλεσμα ήταν ένα βαθύ κόκκινο χρώμα, το κόκκινο της Ανατολής.

Η επιτυχία, ωστόσο, των κόκκινων νημάτων δημιούργησε τέτοιον ανταγωνισμό ανάμεσα στις μικρές Αμπελακιώτικες συντροφιές, ώστε εκπρόσωποι των πιο ισχυρών οικογενειών πήραν την πρωτοβουλία για τη δημιουργία μιας μεγάλης «συντροφιάς», που όχι μόνο θα προσπαθούσε να εξομαλύνει τις αντιθέσεις και τις ανταγωνιστικές διαθέσεις ανάμεσα στη μικρή κοινωνία, αλλά κυρίως να ανταγωνιστεί τα άλλα νηματοβαφεία της Θεσσαλίας.


Έτσι, το 1778, οι περισσότερες οικογένειες ενστερνίστηκαν αυτήν την ιδέα και συνυπέγραψαν το ιδρυτικό καταστατικό του πρώτου συνεταιρισμού παγκοσμίως(!), με το όνομα «Κοινή Συντροφία και Αδελφότης των Αμπελακίων», το οποίο θα ανανεωνόταν κάθε τρία χρόνια. 
Το καταστατικό ανανεώθηκε λίγο νωρίτερα, τον Ιανουάριο του 1780 και το έγγραφο αυτό είναι το παλαιότερο του Συνεταιρισμού, που σώζεται μέχρι σήμερα. Πρόεδρος του συνεταιρισμού αυτού ήταν για όλη τη διάρκειά του ο Γεώργιος Μαύρος (Σβαρτς), ο οποίος ήταν γιος μεγαλέμπορου, γεννήθηκε στα Αμπελάκια το 1738 και πέθανε στη Βιέννη το 1818 σε ηλικία 80 ετών.



Ο συνεταιρισμός διέθετε συνολικά 24 εργαστήρια, τα οποία ήταν πλυντήρια, βαφεία και εκεί γινόταν όλη η επεξεργασία και στη συνέχεια η παραγωγή του τελικού προϊόντος, τα κόκκινα άλικα νήματα, τα οποία στη συνέχεια εξάγονταν στο εξωτερικό.


Με τη σωστή λειτουργία του Συνεταιρισμού και την άρτια οργάνωση τόσο της παραγωγής όσο και της διοχέτευσης των εμπορευμάτων στις μεγάλες αγορές της Ευρώπης, μέσω των υποκαταστημάτων που είχαν ιδρύσει εκεί, τα Αμπελάκια γνώρισαν την ευημερία. 
Όσο αυξανόταν η παραγωγή, άλλο τόσο και ο πληθυσμός, μια και τα εργατικά χέρια ήταν περιζήτητα. Χτίστηκαν πολυτελή αρχοντικά, λειτούργησαν σχολεία με ονομαστούς δασκάλους, παρεχόταν ιατρική περίθαλψη από τους καλύτερους γιατρούς, εξοπλίζονταν βιβλιοθήκες με όλες τις τελευταίες εκδόσεις.
Η ευημερία όμως αυτή δεν κράτησε για πάρα πολύ. 
Το οικονομικό αυτό οικοδόμημα άρχισε να τρίζει, για να καταρρεύσει οριστικά το 1820. 
Η διχόνοια και οι ανταγωνισμοί που ξεσπούσαν κάθε τόσο ανάμεσα στα μέλη και οι αντίξοες συνθήκες της εποχής δεν άφησαν περιθώρια για την επιβίωση του Συνεταιρισμού. 
Η βιομηχανική επανάσταση είχε ήδη ξεκινήσει στην Αγγλία και σήμαινε μαζικότερη παραγωγή και φθηνότερα νήματα, οι Ναπολεόντειοι και Ρωσοτουρκικοί πόλεμοι εμπόδιζαν την ασφαλή διακίνηση των εμπορευμάτων και η τράπεζα της Βιέννης, όπου ήταν κατατεθειμένα τα κεφάλαια του Συνεταιρισμού, χρεοκόπησε: Αυτές θεωρούνται οι κύριες αιτίες που οδήγησαν σταδιακά στη διάλυση της «Κοινής Συντροφίας», με την οριστική διακοπή των εξαγωγών το 1820.


Πηγή: http://visitgr.blogspot.gr/
Πηγή: http://hellas.teipir.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου