Οι μόρτες, οι μάγκες, ο Κουτσαβάκης και ο Μπαϊρακτάρης
Πάνε, πια, πάρα πολλά χρόνια, αφ' ότου ο Πειραιάς έπαψε να έχει μάγκες. Η ιστορία τους σταμάτησε στα 1940 με 1950, χωρίς οι τελευταίοι εκπρόσωποι του είδους να έχουν την αίγλη των πρώτων, έστω αν η «βασιλεία» τους κράτησε πάνω από 100 χρόνια. Όλα, βλέπετε, εκφυλίζονται!
Πολλοί συγχέουν το «μόρτης» με το «μάγκας». Το όνομα «μόρτυς», όμως, βγαίνει από την Ιταλική λέξη «μόρτο» που σημαίνει θάνατος.
Οταν, τον Μεσαίωνα, είχε πέσει στην Ευρώπη το «μαύρο θανατικό», δηλαδή η χολέρα, στη Φλωρεντία, που είχε και τα περισσότερα θύματα, δεν υπήρχαν πια νεκροθάφτες για να θάψουν τους πεθαμένους.
Οι πλούσιοι κάτοικοι της πόλεως τότε, για να μην αφήνουν τους νεκρούς τους στους δρόμους πλήρωναν μεγάλα ποσά σ' αυτούς που θα τους έθαβαν.
Ετσι, όλα τ' αποβράσματα της κοινωνίας, βρήκαν την ευκαιρία να πλουτίσουν.
Σχημάτισαν, λοιπόν, διάφορες ομάδες, που τις ονόμασαν «μορταρίες» και ανελάμβαναν να θάβουν τους πεθαμένους Κι' από τότε η λέξη σήμαινε κακοποιό και αλήτη, ενώ στην εποχή μας ακούγεται συχνά, χωρίς να σοκάρει, και σημαίνει έξυπνος, πονηρός!..
Αντίθετα, η λέξη «μάγκας» έχει την προέλευση της στα ηρωικά ελληνικά χρόνια.
Σχημάτισαν, λοιπόν, διάφορες ομάδες, που τις ονόμασαν «μορταρίες» και ανελάμβαναν να θάβουν τους πεθαμένους Κι' από τότε η λέξη σήμαινε κακοποιό και αλήτη, ενώ στην εποχή μας ακούγεται συχνά, χωρίς να σοκάρει, και σημαίνει έξυπνος, πονηρός!..
Αντίθετα, η λέξη «μάγκας» έχει την προέλευση της στα ηρωικά ελληνικά χρόνια.
Κατά την εποχή του απελευθερωτικού μας Αγώνα οι στρατολογούμενοι από τους οπλαρχηγούς,, διαιρούντο σε δυο ενωματίες. Κάθε ενωματία ονομαζόταν «Μάγκα» και ο αρχηγός της «Μάγκατζης». Ήταν τιμή και δόξα, λοιπόν, να είσαι Μάγκας ή να ανήκεις στους Μάγκες.
Ξαφνικά, όμως, συνέβησαν τα γεγονότα που έδωσαν κακή σημασία στη λέξη.
Στις 7 Δεκεμβρίου 1831, οι πληρεξούσιοι της «εν Άργει Εθνικής Συνελεύσεως», ήρθαν στα χέρια και χωρίστηκαν σε δυο κόμματα. Ο Ιωάννης Κωλέτης, τότε, ακολουθούμενος από πολλούς πληρεξουσίους και οπλαρχηγούς Στερεοελλαδίτες, άρχισε να στρατολογεί οπλοφόρους για να πάει στο Ναύπλιο να καθαιρέσει τον Αυγουστίνο Καποδίστρια. που, μετά τη δολοφονία του αδελφού του, είχε αναγνωρισθεί από το αντίθετο κόμμα, Κυβερνήτης της Ελλάδος.
Ι. Κωλέτης
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΗΣ
Από τους πιο ονομαστούς μάγκες του Πειραιά ήταν ο Δημήτρης Κουτσαβάκης. Γεννήθηκε από πατέρα μάγκα και αργότερα έγινε βαρκάρης. Ό Κουτσαβάκης ήταν πασίγνωστος στον Πειραιά και τον έτρεμαν όλα τα λιμάνια της περιοχής.
Τον Απρίλιο του 1864 κατετάγη στο Ιππικό, με τον Διονύση Διονυσιάδη αργότερα ιδρυτή του ομώνυμο Θεάτρου, τον επιλεγόμενο «το παιδί της χήρας».
Έτσι, ο Κουτσαβάκης, ιππεύς τώρα του Στρατού, έγινε αρχηγός παρέας αποτελούμενης από τον Διονυσιάδη. τον Μπεκάτσα, τον Αϊβαλιώτη. τον Γκράβιζα και τον Ψαρώνη, που κατέβαιναν κάθε τόσο στην Αγορά και στις συνοικίες κι' έσπαζαν στο ξύλο τους πρώην... συναδέλφους τους!
Η αστυνομία τους υποβοηθούσε ή μάλλον έκανε τα στραβά μάτια. Κατά τα άλλα, ήταν καλοί στρατιώτες, ντυμένοι πάντα καθαρά και κομψά, πειθαρχικότατοι στους ανωτέρους τους κι' όταν δεν είχαν υπηρεσία, πήγαιναν στις διάφορες μικροταβέρνες, έπιναν τη ρετσίνα τους κι' έλεγαν τα τραγουδάκια τους.
Στο μπαρ " ΜΑΡΚΟΣ" στα Ασπρα Χώματα Παλαιάς Κοκκινιάς, Στράτος, Μάρκος, Μπάτης, Δεληάς, η κομπανία "ΤΕΤΡΑΣ".
Οι τελευταίοι μάγκες του Πειραιά, ήταν κυρίως όσοι έπιασαν στα χέρια τους το «μπουζούκι»:
Ι. Κωλέτης
Ο Κωλέτης στρατολογούσε κάθε άτακτο στοιχείο κι' έτσι δημιούργησε ένα μπουλούκι από κακοποιούς, που έκαναν τόσες αταξίες και κλεψιές, ώστε οι άλλοι Μάγκες των διαφόρων οπλαρχηγών ονόμασαν - κατ' ευφημισμό — τους Μάγκες του Κωλέτη «Μοσχομάγκες», αντί Βρωμομάγκες. Ετσι, όλοι οι οπαδοί του Κωλετικού κόμματος πήραν τ' όνομα Μοσχαμάγκες και το κόμμα του Μοσχομαγκιτικό.
Με τον καιρό όταν στα 1843, ο Κωλέτης σχημάτισε Κυβέρνηση, μάγκες και μοσχομάγκες ονομάστηκαν όλα τα χαμίνια που εύρισκαν άσυλο στα διάφορα υπόγεια, και στους «τεκέδες».
Υπήρχαν, λοιπόν, τριών λογιών ……..κακοποιοί την εποχή εκείνη : οι Μόρτες, οι Μάγκες και οι Μοσχομάγκες. Λίγο αργότερα, προστέθηκαν σ' αυτούς οι Νταήδες και οι Αντάμηδες, που ήταν, όμως, παρακλάδια των πρώτων. Οι τελευταίοι έκαναν δικό τους «σινάφι» που τρομοκρατούσαν τα «πέριξ» με κλεψιές……μαχαιρώματα και φόνους καιμμιά φορά. Για να περάσει κανείς βράδυ από τις γειτονιές τους (Δραπετσώνα, Χατζηκυριάκειο, Καμίνια) — αν δεν ήταν κάτοικος της συνοικίας— έπρεπε να πληρώσει τον απαραίτητο φόρο. Αν ήταν φτωχαδάκι, περιορίζονταν μόνο στην καπνοσακούλα του. Αν καταλάβαιναν, όμως, ότι τόλεγε η τσέπη του δεν του άφηναν τίποτα. Του έπαιρναν πορτοφόλι, ρολόϊ, αλυσίδα, μπαστούνι καπέλο και ακόμα σακάκι, παντελόνι και παπούτσια. Όλο αυτό το «πλιάτσικο» το εύρισκες την επομένη στα παλιατζίδικα, να πουλιέται σε «τιμή ευκαιρίας» !
Όλοι αυτοί εχρησιμοποιούντο από τα διάφορα κόμματα ως μπράβοι και τραμπούκοι. Φορούσαν ειδική περιβολή, μαύρο στενό παντελόνι, μεσάτο σακάκι, που περνούσαν μόνο το ένα του μανίκι, κόκκινο ζωνάρι, που άφηναν τη μια του άκρη να σέρνεται, πολύ μυτερό μποτίνι με κουμπιά στο πλάϊ και ψηλό τακούνι, σκληρό «καβουράκι» πάνω σε λαδωμένες αφέλειες και μπαρμπέτες, χοντρό δαχτυλίδι από ασήμι με νεκροκεφαλή στη μέση και κομπολόΐ.
Μερικοί έβαζαν και σκουλαρίκι στο αριστερό τους αυτί. Κάτι που κάνουν και σήμερα πολλοί άνδρες. Ακόμα και το βάδισμά τους ήταν ιδιόρρυθμο: Έκαναν μικρά και πηδηχτά βήματα κι' έγερναν ολόκληροι από το δεξιό πλευρό. Όσο δε πιο βραχνή ήταν η φωνή τους, τόσο και πιο «σκληροί» άντρες εθεωρούντο.
Τα πραγματικά τους ονόματα είχαν εξαφανισθεί. Όλοι είχαν παρατσούκλια: Ο Βραχνός, ο Αράπης,, ο Αγγινάρας, ο Μάπας, ο Κεφτές, ο Στραβαρίδας, ο Χηρογιός, ο Μαχαιράκιας, ο Σουγιάς και άλλα.
Με τον καιρό όταν στα 1843, ο Κωλέτης σχημάτισε Κυβέρνηση, μάγκες και μοσχομάγκες ονομάστηκαν όλα τα χαμίνια που εύρισκαν άσυλο στα διάφορα υπόγεια, και στους «τεκέδες».
Υπήρχαν, λοιπόν, τριών λογιών ……..κακοποιοί την εποχή εκείνη : οι Μόρτες, οι Μάγκες και οι Μοσχομάγκες. Λίγο αργότερα, προστέθηκαν σ' αυτούς οι Νταήδες και οι Αντάμηδες, που ήταν, όμως, παρακλάδια των πρώτων. Οι τελευταίοι έκαναν δικό τους «σινάφι» που τρομοκρατούσαν τα «πέριξ» με κλεψιές……μαχαιρώματα και φόνους καιμμιά φορά. Για να περάσει κανείς βράδυ από τις γειτονιές τους (Δραπετσώνα, Χατζηκυριάκειο, Καμίνια) — αν δεν ήταν κάτοικος της συνοικίας— έπρεπε να πληρώσει τον απαραίτητο φόρο. Αν ήταν φτωχαδάκι, περιορίζονταν μόνο στην καπνοσακούλα του. Αν καταλάβαιναν, όμως, ότι τόλεγε η τσέπη του δεν του άφηναν τίποτα. Του έπαιρναν πορτοφόλι, ρολόϊ, αλυσίδα, μπαστούνι καπέλο και ακόμα σακάκι, παντελόνι και παπούτσια. Όλο αυτό το «πλιάτσικο» το εύρισκες την επομένη στα παλιατζίδικα, να πουλιέται σε «τιμή ευκαιρίας» !
Όλοι αυτοί εχρησιμοποιούντο από τα διάφορα κόμματα ως μπράβοι και τραμπούκοι. Φορούσαν ειδική περιβολή, μαύρο στενό παντελόνι, μεσάτο σακάκι, που περνούσαν μόνο το ένα του μανίκι, κόκκινο ζωνάρι, που άφηναν τη μια του άκρη να σέρνεται, πολύ μυτερό μποτίνι με κουμπιά στο πλάϊ και ψηλό τακούνι, σκληρό «καβουράκι» πάνω σε λαδωμένες αφέλειες και μπαρμπέτες, χοντρό δαχτυλίδι από ασήμι με νεκροκεφαλή στη μέση και κομπολόΐ.
Τα πραγματικά τους ονόματα είχαν εξαφανισθεί. Όλοι είχαν παρατσούκλια: Ο Βραχνός, ο Αράπης,, ο Αγγινάρας, ο Μάπας, ο Κεφτές, ο Στραβαρίδας, ο Χηρογιός, ο Μαχαιράκιας, ο Σουγιάς και άλλα.
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΗΣ
Από τους πιο ονομαστούς μάγκες του Πειραιά ήταν ο Δημήτρης Κουτσαβάκης. Γεννήθηκε από πατέρα μάγκα και αργότερα έγινε βαρκάρης. Ό Κουτσαβάκης ήταν πασίγνωστος στον Πειραιά και τον έτρεμαν όλα τα λιμάνια της περιοχής.
Τον Απρίλιο του 1864 κατετάγη στο Ιππικό, με τον Διονύση Διονυσιάδη αργότερα ιδρυτή του ομώνυμο Θεάτρου, τον επιλεγόμενο «το παιδί της χήρας».
Έτσι, ο Κουτσαβάκης, ιππεύς τώρα του Στρατού, έγινε αρχηγός παρέας αποτελούμενης από τον Διονυσιάδη. τον Μπεκάτσα, τον Αϊβαλιώτη. τον Γκράβιζα και τον Ψαρώνη, που κατέβαιναν κάθε τόσο στην Αγορά και στις συνοικίες κι' έσπαζαν στο ξύλο τους πρώην... συναδέλφους τους!
Η αστυνομία τους υποβοηθούσε ή μάλλον έκανε τα στραβά μάτια. Κατά τα άλλα, ήταν καλοί στρατιώτες, ντυμένοι πάντα καθαρά και κομψά, πειθαρχικότατοι στους ανωτέρους τους κι' όταν δεν είχαν υπηρεσία, πήγαιναν στις διάφορες μικροταβέρνες, έπιναν τη ρετσίνα τους κι' έλεγαν τα τραγουδάκια τους.
Ό Κουτσαβάκης είχε περίφημη φωνή κι' έπαιζε θαυμάσια κιθάρα. "Οταν τραγουδούσε, σώπαιναν όλοι για ν' ακούσουν την «κελαϊδίστρα» του. Στις γειτονιές μισάνοιγαν τα «γρυλιά» των παραθύρων κι' οι κοπέλες αναστέναζαν.
Οταν απολύθηκε από το Στρατό, ο Κουτσαβάκης, έγινε βαρκάρης, παντρεύτηκε κι' έκανε παιδιά, που τα σπούδασε. Πέθανε γέρος και φτωχός στον Πειραιά. Οι συνάδελφοί του, βαρκάρηδες, τον έθαψαν με συνεισφορά. Αφησε, όμως, κληρονομιά περίβλεπτη... Το όνομά του σε όλους τους ψευτοπαλληκαράδες του μέλλοντος ενώ αυτός, τουλάχιστον, είχε καρδιά...
Οταν απολύθηκε από το Στρατό, ο Κουτσαβάκης, έγινε βαρκάρης, παντρεύτηκε κι' έκανε παιδιά, που τα σπούδασε. Πέθανε γέρος και φτωχός στον Πειραιά. Οι συνάδελφοί του, βαρκάρηδες, τον έθαψαν με συνεισφορά. Αφησε, όμως, κληρονομιά περίβλεπτη... Το όνομά του σε όλους τους ψευτοπαλληκαράδες του μέλλοντος ενώ αυτός, τουλάχιστον, είχε καρδιά...
Στο μπαρ " ΜΑΡΚΟΣ" στα Ασπρα Χώματα Παλαιάς Κοκκινιάς, Στράτος, Μάρκος, Μπάτης, Δεληάς, η κομπανία "ΤΕΤΡΑΣ".
Οι τελευταίοι μάγκες του Πειραιά, ήταν κυρίως όσοι έπιασαν στα χέρια τους το «μπουζούκι»:
Ο Βαμβακάρης, ο Μπάτης, ο Κερομύτης, ο Γκόγκος, ο Παναγιώτης Τούντας,ο Σ. Περιστέρης, ο Ανέστης Δελιάς, ο Παπαιωάννου και τόσοι άλλοι. Αλλά αυτοί ήταν αριστοκράτες μάγκες. Γι' αυτό ίσως και η «μαγκιά», με την παλιά της έννοια, εκφυλίστηκε!
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΪΡΑΚΤΑΡΗΣ
O Δημήτρης Mπαϊρακτάρης αξιωματικός του Στρατού διορίστηκε από τον Xαρίλαο Tρικούπη, διευθυντής της αστυνομίας για να καθαρίσει την Aθήνα από τα κακοποιά στοιχεία.
Oι Aθηναίοι του 1890 στέναζαν από τους τραμπούκους, τους μάγκες, τους ληστές αλλά και τους γραφικούς…… «κουτσαβάκηδες» που είχαν το άντρο τους στη συνοικία του Ψυρρή, όπου κανείς δεν τολμούσε να μπει. Oύτε κι αυτή η αστυνομία!
Αλλά ο Mπαϊρακτάρης με τον βούρδουλα στο χέρι και μερικούς αστυφύλακες τσάκισε τους κακοποιούς μέσα στο άντρο τους. Tους έκοβε το μανίκι, που δεν φορούσαν ποτέ για να χειρίζονται με ευκολία το μαχαίρι, ψαλίδιζε τις μύτες των παπουτσιών αλλά και το μισό μουστάκι.
Aυτό ανάγκαζε τους μάγκες κουτσαβάκηδες να εξαφανιστούν από την πιάτσα για μεγάλο διάστημα έως ότου μεγαλώσει το μουστάκι.
Κατά τους Oλυμπιακούς του 1896 έφερε τους κλέφτες πορτοφολάδες στο φιλότιμο και δεν έγινε καμιά κλοπή για να μην ρεζιλευτεί η Eλλάδα. Tους έκανε αστυνόμους και κυνηγούσαν τους ξένους πορτοφολάδες!
O Mπαϊρακτάρης ηταν τολμηρός, δίκαιος και σκληρός, άνθρωπος του καθήκοντος. Xαστούκισε μάλιστα έναν κομματάρχη του Tρικούπη όταν του ζήτησε να βγάλει από το κρατητήριο κάποιον εγκληματία που ήταν του κόμματος.
Στα «Παρκερικά» ξυλοκόπησε δυο Αγγλους ναύτες και τους πέταξε στη θάλασσα γιατί πείραξαν μια Eλληνίδα. Εκείνος έπεισε τον Tρικούπη να ψηφίσει το νόμο για τα πνευματικά δικαιώματα των συγγραφέων.
Eξιχνίασε με πρωτότυπο τρόπο πολλά εγκλήματα που διαπράχτηκαν στην Aθήνα, και συνέβαλε στην αντιμετώπιση των γυμνιστών στο Φάληρο.
Βασίλης Κουτουζής
Δημοσιογράφος ερευνητής
Μερικές από τις βασικές λέξεις που συναντώνται ακόμα και σε τίτλους ή στίχους ρεμπέτικων τραγουδιών, και ποια η σημασία τους;
Α
Αγκαζέ: αποκλειστικά
Αλάνης: το αλητόπαιδο, το παιδί του δρόμου.
Αλμπάνης: γιατρός
Αμολάω μελάνι: αποχωρώ, φεύγω κρυφά αθέατος
Αντάμης: φίλος, λεβέντης, παλικαράς (από την τουρκική λέξη adam, που σημαίνει άνδρας)
Αντάμικα: αντρίκια, θαρραλέα
Απάχης: κακοποιός, μόρτης. Υπήρξε και οπερέτα του 1921 «Οι Απάχηδες των Αθηνών»
Ασίκης: αγαπητικός, λεβέντης, γενναίος (από την τουρκική λέξη asik και σημαίνει τον εραστή)
Β
Βλάμης: σταυραδερφός, σύντροφος, παράνυμφος, εραστής, γενναίος
Βαρσί: καλλυντικό, κοκκινάδι
Βιόλα: τακτική, μέθοδος μέσο εξαπάτησης
Βουβή: μαχαίρι δίκοπο
Γ
Γιαβάσης: ήρεμος, ψύχραιμος, νωθρός
Γιαβουκλού: μνηστή, ερωμένη
Γιαγκίνι: σφοδρό ερωτικό πάθος, φωτιά
Γομάρια: γαϊδούρια, σωματοφύλακες, μπράβοι
Δ
Δαχτυλίθρες: παιχνίδι εξαπάτησης, κατά το οποίο ο παίκτης έπρεπε να βρει σε ποια από τις τρεις συνήθως δαχτυλήθρες, που είχε ο θύτης, βρισκόταν το στραγάλι, η φακή ή το ρεβίθι, κάτι σαν τον αντίστοιχο «εδώ παππάς, εκεί παππάς, που είναι ο παππάς»…
Δερβίσης: Σωστός ιδανικός άντρας, μάγκας
Δίκοπη: Το αμφίστομο μαχαίρι
Ε
Εξωφυλαρούχας: ο ατζαμής, παίκτης που δεν ξέρει μπάλα και δεν επιλέγεται κατά το στήσιμο της ομάδας στην αλάνα. Έτσι δεν παίζει αντ’ αυτού φυλάει τα ρούχα των παικτών, παραμένοντας έξω από το γήπεδο. Επίσης είναι αυτός μαζεύει τις μπάλες σκαρφαλώνοντας μάντρες.
Κ
Καλαμπαλίκι: γιορτή
Κασσαδόρος: ο διαρρήκτης
Κογιονάρω: εμπαίζω, ειρωνεύομαι
Κουμπούρι: το πιστόλι, στον πληθυντικό οι μαστοί
Κουσέλι: κακολογία
Κουσελιάρης: ο κουτσομπόλης
Κουτσαβάκης: νταής, παλληκαράς,
Κούφιο: το πιστόλι
Κοψοχρονιά: αυτός που φεύγει άδικα
Λ
Λάζος: είδος μαχαιριού που διπλώνει
Λάχανα: τα πορτοφόλια
Λαχανάδες: οι πορτοφολάδες ( υπάρχει και ομώνυμο τραγούδι του Σπύρου Περιστέρη «Οι λαχανάδες κάτω στα Λεμονάδικα»)
Λιμά: λόγια χωρίς σημασία, φλυαρία. Σύμφωνα με το «Λεξικό της Πιάτσας» του Βρασίδα Καπετανάκη λιμά χαρακτηρίζονται επίσης τα κάτω του 8 χαρτιά της τράπουλας, αλλά και τα ψιλά.
Μ
Μάγκας: χαμίνι
Μαγκιόρος: πολύ ικανός, καπάτσος
Μάλε βράσε: «έγινε το μάλε-βράσε» καβγά, χτυπήματα, μάχη
Μανίκι: αναποδιά
Μανίτα: Μέθοδος εξαπάτησης που χρησιμοποιούσαν οι πορτοφολάδες σε πολυσύχναστα μέρη (έριχναν το πορτοφόλι μπροστά από κάποιον και μόλις το έπαιρνε τον αποκαλούσαν κλέφτη και ζητούσαν τα λεφτά που υποτίθεται πως είχε μέσα)
Μάπας: ο ναργιλές
Μαρ(γ)ιόλος, μαργιόλα: πανούργος κατεργάρης
Ματσαράγκα: η απάτη, η κατεργαριά
Μαύρης: χασίς
Μαχμούρικο: βαρύθυμο, οκνό
Μόρτης: συνώνυμο του Μάγκα
Μόκο: η σιωπή
Μουρμούρης: νταής, καβγατζής
Μπαγιόκο: λεφτά, κομπόδεμα
Μπανιόκα: ψωμί
Μπαλαμούτι: απάτη χαρτοπαικτική
Μπαμπέσης: ύπουλος, δόλιος,
Μπαμπεσιά: η δόλια, η ύπουλη πράξη
Μπαχτσές: ο κήπος
Μπελαλής: ενοχλητικός , δύστροπος, που προκαλεί μπελάδες
Μπεμπέδες: αθλητές
Μπεσαλής: αυτός που κρατάει τον λόγο του, ο συνεπής.
Μπιλαντέρια: τα αδέλφια
Μπιτιρίνι: η οργανωμένη μπαρμπουτιέρα
Μπουλασιλίκη: κόλλημα, επιμονή, πείσμα
Ν
Νταβατζής: μαστροπός
Νταής: παλληκαράς
Νταλκάς: δυνατή επιθυμία, πόθος (από την τουρκική λέξη dalga)
Νταμίρα: φυτό πλούσιο σε αλκαλοειδείς ουσίες που χρησιμοποιούνταν ως υποκατάστατο του χασισιού
Ντερβίσης: άντρας του κόσμου της μαγκιάς αλλά κλειστός τύπος σαν χαρακτήρας όπως ο μουσουλμάνος μοναχός δερβίσης που είναι γεμάτος μυστήριο
Ντερμπεντέρης: ανοιχτόκαρδος, λεβέντης
Ντέρτι: ψυχικός πόνος (από την τουρκική dert)
Ντεριτιλής: αυτός που υφίσταται ταλαιπωρία, λύπη, στενοχώρια, πόνος, καημό κυρίως από αιτία ερωτική.
Ντουζένι: το κέφι
Ντουνιάς: ο κόσμος
Ντράβαλα: μπελάδες
Ξ
Ξεφτέρι: έξυπνος
Π
Παπατζής: αυτός που εξαπατά θύματα παίζοντας με τα χαρτιά το παιχνίδι "παππάς"
Παπαγαλάκι: αυτός που «κελαηδάει» μόλις συλληφθεί
Πεζεβέγκης ή Μπεζεβέγκης: μαστροπός, αχρείος
Πετσί: το πορτοφόλι
Πιάτσα: τόπος συγκέντρωσης
Ποδαράδες: παλιά ονομασία της Νέας Ιωνίας
Πούγκα: το κομπόδεμα
Ρ
Ρεφάρω: ξανακερδίζω όσα έχασα
Σ
Σεβνταλής: ο ερωτευμένος, ο ερωτιάρης
Σεβντάς: ο ερωτικός καημός (από την τουρκική λέξη sevda)
Σεκλέτια: στεναχώρια
Σερέτης: ο δύστροπος, ο σκληρός, ο ευέξαπτος άνδρας
Σερετλίκι: η σκληρότητα
Σκερτσόζος: ο προσποιητά χαριτωμένος και ελκυστικός, περισσότερο για γυναίκες
Σορόκα: η αλλήθωρη
Συνάχης: άνδρας θυμωμένος, τσατισμένος ή υπό την επίδραση ναρκωτικών που λαμβάνονται από την μύτη
Σώτος: ο κερδισμένος
Τ
Τεκές: χασισοποτείο
Τεκετζής: ο ιδιοκτήτης του τεκέ
Τέρτσος: ο χαμένος
Τεφαρίκι: το εκλεκτό πράγμα
Τζιμάνι: άνθρωπος που με ό,τι καταπιάνεται το καταφέρνει, αξιαγάπητος, σεβαστός
Τουμπεκί: ο καπνός
Τουφατζής: αυτός που έχει κάνει φυλακή
Τρυγόνα: κορίτσι
Τσαχπίνης: ο ερωτικά άτακτος, ο γυναικάς
Τσίφτης: ξύπνιος
Τσίμα: κοντά ( επτανησιακή έκφραση)
Φ
Φάσκελο: η μούντζα.
Φελέκι: Λέξη αραβικής προέλευσης που σημαίνει τύχη (γ...ώ το φελέκι μου ( δηλαδή την τύχη μου)
Φούφουτος: αποκαλούσαν έτσι κάποιον που δεν γνώριζαν
Χ
Χαράμι: μάταια
Χαρμάνης: ο χρήστης χασίς που βρίσκεται σε κατάσταση στέρησης
Ψ
Ψιλά: τα λεφτά
Κατά τους Oλυμπιακούς του 1896 έφερε τους κλέφτες πορτοφολάδες στο φιλότιμο και δεν έγινε καμιά κλοπή για να μην ρεζιλευτεί η Eλλάδα. Tους έκανε αστυνόμους και κυνηγούσαν τους ξένους πορτοφολάδες!
O Mπαϊρακτάρης ηταν τολμηρός, δίκαιος και σκληρός, άνθρωπος του καθήκοντος. Xαστούκισε μάλιστα έναν κομματάρχη του Tρικούπη όταν του ζήτησε να βγάλει από το κρατητήριο κάποιον εγκληματία που ήταν του κόμματος.
Στα «Παρκερικά» ξυλοκόπησε δυο Αγγλους ναύτες και τους πέταξε στη θάλασσα γιατί πείραξαν μια Eλληνίδα. Εκείνος έπεισε τον Tρικούπη να ψηφίσει το νόμο για τα πνευματικά δικαιώματα των συγγραφέων.
Eξιχνίασε με πρωτότυπο τρόπο πολλά εγκλήματα που διαπράχτηκαν στην Aθήνα, και συνέβαλε στην αντιμετώπιση των γυμνιστών στο Φάληρο.
Βασίλης Κουτουζής
Δημοσιογράφος ερευνητής
Μερικές από τις βασικές λέξεις που συναντώνται ακόμα και σε τίτλους ή στίχους ρεμπέτικων τραγουδιών, και ποια η σημασία τους;
Αγκαζέ: αποκλειστικά
Αλάνης: το αλητόπαιδο, το παιδί του δρόμου.
Αλμπάνης: γιατρός
Αμολάω μελάνι: αποχωρώ, φεύγω κρυφά αθέατος
Αντάμης: φίλος, λεβέντης, παλικαράς (από την τουρκική λέξη adam, που σημαίνει άνδρας)
Αντάμικα: αντρίκια, θαρραλέα
Απάχης: κακοποιός, μόρτης. Υπήρξε και οπερέτα του 1921 «Οι Απάχηδες των Αθηνών»
Ασίκης: αγαπητικός, λεβέντης, γενναίος (από την τουρκική λέξη asik και σημαίνει τον εραστή)
Β
Βλάμης: σταυραδερφός, σύντροφος, παράνυμφος, εραστής, γενναίος
Βαρσί: καλλυντικό, κοκκινάδι
Βιόλα: τακτική, μέθοδος μέσο εξαπάτησης
Βουβή: μαχαίρι δίκοπο
Γιαβάσης: ήρεμος, ψύχραιμος, νωθρός
Γιαβουκλού: μνηστή, ερωμένη
Γιαγκίνι: σφοδρό ερωτικό πάθος, φωτιά
Γομάρια: γαϊδούρια, σωματοφύλακες, μπράβοι
Δ
Δαχτυλίθρες: παιχνίδι εξαπάτησης, κατά το οποίο ο παίκτης έπρεπε να βρει σε ποια από τις τρεις συνήθως δαχτυλήθρες, που είχε ο θύτης, βρισκόταν το στραγάλι, η φακή ή το ρεβίθι, κάτι σαν τον αντίστοιχο «εδώ παππάς, εκεί παππάς, που είναι ο παππάς»…
Δερβίσης: Σωστός ιδανικός άντρας, μάγκας
Δίκοπη: Το αμφίστομο μαχαίρι
Ε
Εξωφυλαρούχας: ο ατζαμής, παίκτης που δεν ξέρει μπάλα και δεν επιλέγεται κατά το στήσιμο της ομάδας στην αλάνα. Έτσι δεν παίζει αντ’ αυτού φυλάει τα ρούχα των παικτών, παραμένοντας έξω από το γήπεδο. Επίσης είναι αυτός μαζεύει τις μπάλες σκαρφαλώνοντας μάντρες.
Καλαμπαλίκι: γιορτή
Κασσαδόρος: ο διαρρήκτης
Κογιονάρω: εμπαίζω, ειρωνεύομαι
Κουμπούρι: το πιστόλι, στον πληθυντικό οι μαστοί
Κουσέλι: κακολογία
Κουσελιάρης: ο κουτσομπόλης
Κουτσαβάκης: νταής, παλληκαράς,
Κούφιο: το πιστόλι
Κοψοχρονιά: αυτός που φεύγει άδικα
Λ
Λάζος: είδος μαχαιριού που διπλώνει
Λάχανα: τα πορτοφόλια
Λαχανάδες: οι πορτοφολάδες ( υπάρχει και ομώνυμο τραγούδι του Σπύρου Περιστέρη «Οι λαχανάδες κάτω στα Λεμονάδικα»)
Λιμά: λόγια χωρίς σημασία, φλυαρία. Σύμφωνα με το «Λεξικό της Πιάτσας» του Βρασίδα Καπετανάκη λιμά χαρακτηρίζονται επίσης τα κάτω του 8 χαρτιά της τράπουλας, αλλά και τα ψιλά.
Μάγκας: χαμίνι
Μαγκιόρος: πολύ ικανός, καπάτσος
Μάλε βράσε: «έγινε το μάλε-βράσε» καβγά, χτυπήματα, μάχη
Μανίκι: αναποδιά
Μανίτα: Μέθοδος εξαπάτησης που χρησιμοποιούσαν οι πορτοφολάδες σε πολυσύχναστα μέρη (έριχναν το πορτοφόλι μπροστά από κάποιον και μόλις το έπαιρνε τον αποκαλούσαν κλέφτη και ζητούσαν τα λεφτά που υποτίθεται πως είχε μέσα)
Μάπας: ο ναργιλές
Μαρ(γ)ιόλος, μαργιόλα: πανούργος κατεργάρης
Ματσαράγκα: η απάτη, η κατεργαριά
Μαύρης: χασίς
Μαχμούρικο: βαρύθυμο, οκνό
Μόρτης: συνώνυμο του Μάγκα
Μόκο: η σιωπή
Μουρμούρης: νταής, καβγατζής
Μπαγιόκο: λεφτά, κομπόδεμα
Μπανιόκα: ψωμί
Μπαλαμούτι: απάτη χαρτοπαικτική
Μπαμπέσης: ύπουλος, δόλιος,
Μπαμπεσιά: η δόλια, η ύπουλη πράξη
Μπαχτσές: ο κήπος
Μπελαλής: ενοχλητικός , δύστροπος, που προκαλεί μπελάδες
Μπεμπέδες: αθλητές
Μπεσαλής: αυτός που κρατάει τον λόγο του, ο συνεπής.
Μπιλαντέρια: τα αδέλφια
Μπιτιρίνι: η οργανωμένη μπαρμπουτιέρα
Μπουλασιλίκη: κόλλημα, επιμονή, πείσμα
Ν
Νταβατζής: μαστροπός
Νταής: παλληκαράς
Νταλκάς: δυνατή επιθυμία, πόθος (από την τουρκική λέξη dalga)
Νταμίρα: φυτό πλούσιο σε αλκαλοειδείς ουσίες που χρησιμοποιούνταν ως υποκατάστατο του χασισιού
Ντερβίσης: άντρας του κόσμου της μαγκιάς αλλά κλειστός τύπος σαν χαρακτήρας όπως ο μουσουλμάνος μοναχός δερβίσης που είναι γεμάτος μυστήριο
Ντερμπεντέρης: ανοιχτόκαρδος, λεβέντης
Ντέρτι: ψυχικός πόνος (από την τουρκική dert)
Ντεριτιλής: αυτός που υφίσταται ταλαιπωρία, λύπη, στενοχώρια, πόνος, καημό κυρίως από αιτία ερωτική.
Ντουζένι: το κέφι
Ντουνιάς: ο κόσμος
Ντράβαλα: μπελάδες
Ξ
Ξεφτέρι: έξυπνος
Π
Παπατζής: αυτός που εξαπατά θύματα παίζοντας με τα χαρτιά το παιχνίδι "παππάς"
Παπαγαλάκι: αυτός που «κελαηδάει» μόλις συλληφθεί
Πεζεβέγκης ή Μπεζεβέγκης: μαστροπός, αχρείος
Πετσί: το πορτοφόλι
Πιάτσα: τόπος συγκέντρωσης
Ποδαράδες: παλιά ονομασία της Νέας Ιωνίας
Πούγκα: το κομπόδεμα
Ρ
Ρεφάρω: ξανακερδίζω όσα έχασα
Σ
Σεβνταλής: ο ερωτευμένος, ο ερωτιάρης
Σεβντάς: ο ερωτικός καημός (από την τουρκική λέξη sevda)
Σεκλέτια: στεναχώρια
Σερέτης: ο δύστροπος, ο σκληρός, ο ευέξαπτος άνδρας
Σερετλίκι: η σκληρότητα
Σκερτσόζος: ο προσποιητά χαριτωμένος και ελκυστικός, περισσότερο για γυναίκες
Σορόκα: η αλλήθωρη
Συνάχης: άνδρας θυμωμένος, τσατισμένος ή υπό την επίδραση ναρκωτικών που λαμβάνονται από την μύτη
Σώτος: ο κερδισμένος
Τ
Τεκές: χασισοποτείο
Τεκετζής: ο ιδιοκτήτης του τεκέ
Τέρτσος: ο χαμένος
Τεφαρίκι: το εκλεκτό πράγμα
Τζιμάνι: άνθρωπος που με ό,τι καταπιάνεται το καταφέρνει, αξιαγάπητος, σεβαστός
Τουμπεκί: ο καπνός
Τουφατζής: αυτός που έχει κάνει φυλακή
Τρυγόνα: κορίτσι
Τσαχπίνης: ο ερωτικά άτακτος, ο γυναικάς
Τσίφτης: ξύπνιος
Τσίμα: κοντά ( επτανησιακή έκφραση)
Φ
Φάσκελο: η μούντζα.
Φελέκι: Λέξη αραβικής προέλευσης που σημαίνει τύχη (γ...ώ το φελέκι μου ( δηλαδή την τύχη μου)
Φούφουτος: αποκαλούσαν έτσι κάποιον που δεν γνώριζαν
Χ
Χαράμι: μάταια
Χαρμάνης: ο χρήστης χασίς που βρίσκεται σε κατάσταση στέρησης
Ψ
Ψιλά: τα λεφτά
Κι αν σήμερα τα παραπάνω λόγια φαντάζουν δυσνόητα, στις αρχές της δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα, εκφέροντας τα, θα μπορούσες σίγουρα να συνεννοηθείς, τουλάχιστον με τους μάγκες…
Η αργκό άλλωστε μαζί με το τραγούδι, το χορό και το θέατρο σκιών, που αποτελούν τρόπους έκφρασης των περιθωριακών ομάδων της εποχής, είναι ενδεικτικά στοιχεία της ελληνικής κουλτούρας των αρχών του 20ου αιώνα.
ΠΗΓΗ:http://www.koutouzis.gr/
ΠΗΓΗ: http://www.newsbeast.gr/
ΠΗΓΗ:http://www.koutouzis.gr/
ΠΗΓΗ: http://www.newsbeast.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου